Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα για
την Ελλάδα, όπως αυτό διαμορφώθηκε από
τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι κατ’
αρχήν θέμα εδαφικό. Είναι ένα θέμα αποκατάστασης
της αδικίας που έγινε με την παραχώρηση
των εδαφών της Βορείου Ηπείρου στο νεοσύστατο
τότε κράτος της Αλβανίας. Καμία από τις
Μεγάλες Δυνάμεις που αποφάσισαν αυτή
την αδικία δεν υπολόγισαν τον από αρχαιοτάτων
χρόνων ελληνικό χαρακτήρα ούτε την επιθυμία
των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Το
ζήτημα αυτό όμως δεν μπορεί να μην συζητηθεί
σοβαρά και πιο αναλυτικά, υπολογίζοντας
όλες τις παραμέτρους αυτού.
Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης
των Παρισίων το 1946 αποδέχθηκε και κατοχύρωσε
αυτές τις παραμέτρους (τις διεκδικήσεις
της Ελλάδας για τη Βόρειο Ήπειρο αλλά
και την αντίδραση των ίδιων των Βορειοηπειρωτών
σε αυτή την αδικία της διχοτόμησης της
Ηπείρου) λαμβάνοντας την απόφαση της
παραπομπής του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος,
προς λύση, στο Συμβούλιο των τεσσάρων
υπουργών Εξωτερικών των τότε Μεγάλων
Δυνάμεων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).
Κατά βάθος, στην απόφαση αυτή, η Συνδιάσκεψη
των Παρισίων, αναγνώρισε το δίκαιο αίτημα
της Ελλάδος για τη Βόρειο Ήπειρο. Σε αντίθετη
περίπτωση θα το απέρριπτε αμέσως ως αβάσιμο.
Οι τέσσερις υπουργοί Εξωτερικών, στην
πραγματικότητα, θα αποφάσιζαν για το
μέλλον της Βορείου Ηπείρου και προπάντων
για την έκταση που θα παραχωρούταν στην
Αλβανία και όχι αν θα παρεχωρείτο ολόκληρη
η Βόρειος Ήπειρος. Ουσιαστικά θα αποφάσιζαν
και για τα χερσαία ελληνοαλβανικά σύνορα.