Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Ελλάδα - Αλβανία: Τι μας χωρίζει

Θα προσπαθήσουμε μέσω του άρθρου αυτού να υπενθυμίσουμε στους Έλληνες πολιτικούς πως, εκτός από την ΑΟΖ και τα στρατιωτικά νεκροταφεία, υπάρχουν και πολλές άλλες σοβαρές εκκρεμότητες αναφορικά με τη νομοθετική κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων του Ελληνισμού  στην Αλβανία (νόμος για την παιδεία, νόμος για τη θρησκεία,  μειονοτικές ζώνες, περιουσιακό κ.α.), αλλά και με την πολιτική πρακτική των κυβερνήσεων της Αλβανίας σχετικά με την ισονομία και ισοπολιτεία των πολιτών της που δεν επιτρέπουν την υπογραφή εκ μέρους της Ελλάδας του  Συμφώνου για να δώσουν στην Αλβανία το στάτους υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ.

Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση δύο κυρίως παραγόντων, συνδεδεμένων άρρηκτα μεταξύ τους: τη γένεση και την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος  και την ύπαρξη ενός συμπαγούς τμήματος του ελληνικού πληθυσμού εντός της αλβανικής επικράτειας.

Η παρουσία της ελληνικής  μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Ήδη από την πρώτη στιγμή που η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα, ως εθνική και γλωσσική, και τέθηκε υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, στις 2 Οκτωβρίου 1921, το αλβανικό κράτος έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για σεβασμό των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών της δικαιωμάτων. Η τακτική αυτή διατηρήθηκε αναλλοίωτη σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει ακόμη σκληρότερη και να προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος.


Σήμερα, μετά την πτώση  του κομμουνιστικού καθεστώτος, η κατάσταση είναι σίγουρα πιο ελπιδοφόρα και δύσκολα συγκρίσιμη με προγενέστερες περιόδους.
Οι πολιτικές αλλαγές, οι οποίες έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια στην Αλβανία είχαν κάποια θετικά αποτέλεσμα και για την ελληνική μειονότητα.
Έτσι, τα μέτρα που ελήφθησαν στην κατεύθυνση εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης, όλων των τομέων της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, εκπαιδευτικής, θρησκευτικής κλπ., οργάνωσης της εν λόγω χώρας, επηρέασαν και την κατάσταση των Ελλήνων μειονοτικών.
Παραμένουν όμως κάποιες πολύ σοβαρές εκκρεμότητες αναφορικά, τόσο με τη νομοθετική κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων (νόμος για την παιδεία, νόμος για τη θρησκεία,  μειονοτικές ζώνες), όσο και με την πολιτική πρακτική της κυβέρνησης της Αλβανίας.
Η καθυστέρηση ή καλύτερα η σκόπιμη αποφυγή λήψης συγκεκριμένων μέτρων από την αλβανική κυβέρνηση, καθιστά βάσιμα τόσο τα ερωτηματικά, όσο και τις αμφιβολίες και ανησυχίες για τη μελλοντική πολιτική που θα ακολουθηθεί από αυτήν.
Η αλβανική πλευρά προσπαθώντας να δικαιολογήσει την παρατηρούμενη καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων και μέτρων για την ικανοποίηση βασικών αιτημάτων των Ελλήνων μειονοτικών, προβάλλει επανειλημμένα σαν επιχείρημα την πολύ κακή κατάσταση  της οικονομίας της χώρας. Στην πραγματικότητα όμως ο μεγαλύτερος παράγοντας που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αλβανική πολιτική έναντι της μειονότητας είναι η καχυποψία «ελληνοφοβία» της επίσημης πολιτείας απέναντι στην ελληνική παιδεία και τη διαμόρφωση εχθρικών προς αυτήν ελληνικών συνειδήσεων.

Η αποτελεσματικότερη στάση  της Ελλάδας και της μειονότητας στο θέμα αυτό θα ήταν η προσπάθεια καλλιέργειας κλίματος εμπιστοσύνης, καθώς και η πίεση προς την Αλβανία για προσήλωση στις ευρωπαϊκές αρχές, με απώτερο σκοπό την απόδοση θετικών αποτελεσμάτων.
Η χάραξη μιας νέας πολιτικής  σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες είναι επιτακτική, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και προκαταλήψεις του παρελθόντος που ως στόχους και αρχές πρέπει να έχει:
  • Την στήριξη της πορείας εκδημοκρατισμού της Αλβανίας
  • Την στήριξη των δυνάμεων εκείνων της Αλβανίας που προωθούν τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
  • Την ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες και προώθηση κάθε είδους συνεργασίας σε οικονομικό και πολιτικό πεδίο.
  • Την ενθάρρυνση επενδύσεων στην Αλβανία σε τομείς που ενδιαφέρουν την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα στις μειονοτικές περιοχές για την στήριξη του εκεί ελληνικού στοιχείου.
  • Την ανάπτυξη πολιτιστικών και μορφωτικών σχέσεων και ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ανάδειξη των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων και αξιών της ελληνικής μειονότητας.
  • Τις πρωτοβουλίες της Ελλάδας για την προώθηση προγραμμάτων ανάπτυξης και οικονομικής βοήθειας στην Αλβανία.

Οι παραπάνω όμως αρχές και επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις θα πρέπει να τελούν υπό τις απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως:
  • Η Αλβανία δεν θα συμμετάσχει και δεν θα συμπλεύσει με πρωτοβουλίες και ενέργειες της Τουρκίας κυρίως στο χώρο της Βαλκανικής εις βάρος του Ελληνισμού και των ελληνικών συμφερόντων.
  • Δεν θα εγείρει σε βάρος της Ελλάδος ανύπαρκτα μειονοτικά θέματα (π.χ. Τσαμουριά).
  • Θα σεβαστεί την απόλυτη προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας (θρησκευτικά, εκπαιδευτικά, κλπ.) όπως αυτά απορρέουν από τις Διεθνείς συμβάσεις και σύμφωνα που έχει υπογράψει η Αλβανία, με τελευταία της Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Αναφορικά με τα εκπαιδευτικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας  πρέπει το αλβανικό κράτος να προβεί στις παρακάτω θετικές ενέργειες, όπως:
  • Ψήφιση νόμου από την αλβανική Βουλή για την κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της ελληνικής  εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών.
  • Ίδρυση και λειτουργία κρατικών σχολικών κέντρων σε όλη την επικράτεια της Β. Ηπείρου όπου ζουν χιλιάδες Έλληνες και όχι μόνο στα 99 χωριά, θεωρούμενα μόνο αυτά ως «μειονοτική ζώνη».
  • Κατάργηση των «μειονοτικών ζωνών» ή επέκταση αυτών σε όλη την επικράτεια της Βορείου Ηπείρου (Χιμάρα, Κορυτσά, Αυλώνα, Πρεμετή κλπ.),
  • Ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της μειονοτικής εκπαίδευσης (κατώτερη, μέση, ανώτερη), σε περιοχές που το ζητούν οι κάτοικοι.
  • Αφαίρεση ανθελληνικών και περιεχομένων από τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας και Γεωγραφίας που διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα τα ελληνόπουλα της Βορείου Ηπείρου.
  • Στην ελληνικότατη περιοχή της Βορείου Ηπείρου η οποία αποτελεί συνέχεια του ελληνικού κορμού, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική, σε σχέση πλέον με τη διαμορφωθείσα νέα τάξη πραγμάτων στα Βαλκάνια. Τέτοια μέτρα είναι :
  • Η συμβολή της στην αποκατάσταση και διακήρυξη της ειρήνης στην περιοχή.
  • Η ενδυνάμωση της επενδυτικής της πολιτικής.
  • Η προώθηση έργων υποδομής: οδικοί άξονες, δευτερεύοντες δρόμοι, υδραγωγεία, έργα ύδρευσης και αρδευτικά έργα μακράς πνοής, ηλεκτρισμός, τηλεφωνία, ραδιοφωνία, εφημερίδες και τηλεόραση κλπ.
  • Η οικονομική ανάπτυξη περιοχών του Νότου, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής και θρησκεύματος θα συγκρατούσε τον εναπομείναντα ελληνικό πληθυσμό στην περιοχή.
  • Η δανειοδότηση ατόμων της ελληνικής μειονότητας για την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος στην Αλβανία, ώστε σταδιακά οι Βορειοηπειρώτες να γυρίσουν στις εστίες τους, όπως επίσης και την χορήγηση σύνταξης, μόνον σε όσους διαμένουν μόνιμα στην Αλβανία.
  • Η εκπαιδευτική ανάπτυξη: ανάπτυξη ελληνικών σχολικών κέντρων, ίδρυση πρότυπων ιδιωτικών σχολείων, οικονομικά κίνητρα σε εκπαιδευτικούς και νέους επιστήμονες για παραμονή στις εστίες τους και τέλος,
  • Την πλήρη υλοποίηση της Συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τη συνεργασία στους τομείς παιδείας, των επιστημών και του πολιτισμού μεταξύ των δύο χωρών, που υπογράφηκε στα Τίρανα στις 4 Νοεμβρίου 1998 και κυρώθηκε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 16 Μαρτίου 2000.
  • Τέλος, όλοι γνωρίζουμε ότι οι παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν στο χώρο της ελληνικής μειονότητας για να ευδοκιμήσει αυτή στον τόπο της αφορούν πολλούς και διαφορετικούς τομείς. Θα πρέπει να δεχτούμε μάλιστα ότι η παραμονή των κατοίκων της ελληνικής μειονότητας στις πατρογονικές τους εστίες είναι ένα θέμα που ενδιαφέρει όχι μόνο την ίδια τη μειονότητα αλλά πρωτίστως την ίδια την Αλβανία, και χωρίς αμφιβολία την Ελλάδα.
  • Πιστεύουμε απόλυτα ότι η επένδυση στον τομέα της εκπαίδευσης είναι ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να συμβάλλει χωρίς αμφιβολία προς αυτή την κατεύθυνση.


Εκείνο που χρειάζεται είναι η δημιουργία αμοιβαίων  σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας  για το καλό των δύο λαών, γιατί  όλες οι θετικές εξελίξεις, τουλάχιστον στον τομέα της εκπαίδευσης, πραγματοποιήθηκαν σε περιόδους ήπιου και εποικοδομητικού πολιτικού κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες.
Για τον λόγο αυτό η  οργάνωση «ΟΜΟΝΟΙΑ» και οι τοπικοί  άρχοντες θα έπρεπε από καιρό να είχαν κινηθεί και προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όμως η σταδιακή εξαφάνιση της κοινωνικής βάσης των οργάνων έκφρασης της ΕΕΜ και της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ», οδήγησαν στην διάσπασή της, ενώ η προσπάθεια του ΚΕΑΔ να εμφανίσει ένα λιγότερο μειονοτικοκεντρικό προσωπείο παρέμβασης στην κεντρική πολιτική σκηνή, οδήγησαν στην «αλβανοποίησή» του, ενώ όσο θα «κλείνει η στρόφιγγα» των θεωρήσεων εισόδων ως μέσου άσκησης πολιτικής πίεσης, το πάλε ποτέ μειονοτικό αυτό κόμμα στερημένο από το βασικό προνόμιο που τροφοδοτούσε την εκλογική του πελατεία, χάνει πλέον το έρεισμα που το καθιστούσε μια ελκυστική πολιτική πρόταση για τον αλβανικό λαό (κυρίως στον νότο) και θα είναι πολύ δύσκολο να εκπροσωπηθεί στην νέα Βουλή  που θα προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές του 2009, οι οποίες διενεργούνται  πλέον με βάση τον νέο αλβανικό εκλογικό νόμο.


Η «ΟΜΟΝΟΙΑ» πλέον θα πρέπει να είναι ομάδα πίεσης προς τα Τίρανα και όχι όπως εμφανίζεται μέχρι σήμερα ως ομάδα πίεσης προς την Αθήνα. Θα πρέπει να μετατραπεί, σταδιακά σε ένα φορέα προώθησης της διακρατικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και Αλβανία και στην προστασία όλων αυτών που δηλώνουν, αισθάνονται και είναι ΕΛΛΗΝΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου