Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

“Η Ελλάς υποχρεούται με την βία να εγκαταλείψει τα απελευθερωθέντα Ελληνικά εδάφη και να τα εκκενώσει αρχίζουσα από την Κορυτσά, την πρωία της 16ης Φεβρουαρίου…”

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων  ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε τις επιχειρήσεις του για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Η ενέργεια αυτή αντιμετώπισε τις έντονες αντιδράσεις της Ιταλίας και Αυστρίας, που διεκδικούσαν την κυριαρχία στην περιοχή. Υπό την πίεση κυρίως της Ιταλίας η Ελλάδα αναγκάστηκε να αναστείλει την προέλαση του Στρατού της. Η παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων οδήγησε στην πρεσβευτική διάσκεψη του Λονδίνου και κατέληξε στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που καθόριζε τα σημερινά σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και υποχρέωσε την Ελλάδα στην αποδοχή τους. «Η Ελλάς υποχρεούται με την βία να εγκαταλείψει τα απελευθερωθέντα Ελληνικά εδάφη και να τα εκκενώσει αρχίζουσα από την Κορυτσά, την πρωία της 16ης Φεβρουαρίου». Τότε η ψυχή της Ελληνικής Βορείου Ηπείρου εξεγέρθηκε, τη 17η Φεβρουαρίου 1914, καλώντας τα παιδιά της για να προστατεύσουν την πολύτιμη ελευθερία, απορρίπτοντας την αξίωση των ισχυρών να υπαχθεί στο δημιούργημα της διπλωματικής συναλλαγής και πολιτικής σκοπιμότητας, το νέο Αλβανικό κράτος.

Τον αγώνα κατευθύνει το Ηπειρωτικό κομιτάτο Αθηνών, με επικεφαλής τους αείμνηστους ηγέτες Γεώργιο Δούμα, Σπυρίδωνα Χασιώτη, Γεώργιο Γάγαρη και άλλους. Ο αρχηγός του αγώνα Γεώργιος Χριστάκης Ζωγράφος, γόνος της μεγάλης οικογενείας των εθνικών ευεργετών, με φλογερή πίστη στο δίκαιο του επικείμενου αγώνα, ξεκινά από την Αθήνα τη 13η Φεβρουαρίου και φθάνει στο Αργυρόκαστρο. Μαζί του ακολουθεί ότι εκλεκτό έχει να παρουσιάσει η ΄Ήπειρος, καθώς και ο Αλέξανδρος Καραπάνος και οι ηρωικοί Μητροπολίτες της Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος και Σπυρίδων Βλάχος της Βελλάς και Κονίτσης, μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών. Τη 17η Φεβρουαρίου 1914 διαδραματίζονται στο Αργυρόκαστρο σκηνές αφάνταστου μεγαλείου και δόξης, που θυμίζουν της Αγία Λαύρα. Μέσα σε βαθιά κατάνυξη ευλογείται από τους Μητροπολίτες το λάβαρο της ηπειρωτικής αυτονομίας, που είναι η Ελληνική Σημαία με τον δικέφαλο αετό στο μέσον, που υψώνεται στο Δέλβινο, Λεσκοβίκι, Πρεμετή και άλλες πόλεις. 


Η ηρωική και αδούλωτη Χιμάρα, με αρχηγό τον γενναίο Σπυρομήλιο, από της 9ης Φεβρουαρίου, είχε ήδη κηρύξει την επανάσταση και είχε αποκαταστήσει πλήρη εθνική και πολιτική ανεξαρτησία. Ο Αντισυνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Δημήτριος Δούλης, από την Νίβιτσα της Bορείου Ηπείρου εγκαταλείπει τις τάξεις του τακτικού Στρατού και αναλαμβάνει την ευθύνη του Υπουργού Στρατιωτικών του νέου ανεξάρτητου κράτους, εμπνέοντας στον πληθυσμό αδιάσειστο πίστη για την τελική νίκη. Εθελοντές αξιωματικοί και οπλίτες , προσχωρούν στις μονάδες του αυτονομιστικού Στρατού , προερχόμενοι από όλες τις περιοχές της Ελλάδος ιδιαίτερα δε από την ηρωική Κρήτη, συμβάλλουν στην ίδρυση και οργάνωση της αυτόνομης πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, κατατροπώνοντας σε σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις τους Αλβανούς, εντός των προαιώνιων εθνολογικών και γεωγραφικών ορίων του Ελληνισμού. Η δικαιοσύνη θριάμβευσε της αδικίας, με το πρωτόκολλο της Κέρκυρας της 17ης Μαΐου 1914.

Η συμφωνία της Κέρκυρας δεν διήρκεσε πολύ γιατί τον Αύγουστο του ιδίου  έτους κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος . Ο ηγεμών της Αλβανίας Γουλιέλμος Βιδ, ως και η διεθνής επιτροπή δεν δύνανται να επιβάλουν την τάξη στο νεοσύστατο κράτος. Ταραχές που ξέσπασαν σε διάφορες περιοχές της Αλβανίας, αναγκάζουν τον Βιδ να απέλθει, χωρίς όμως να παραιτηθεί. Την εξουσία ανέλαβε ο Εσάτ Πασάς, που δεν μπόρεσε να βελτιώσει την κατάσταση. Η Ιταλία αν και είναι σύμμαχος των κεντρικών δυνάμεων δεν έχει εξέλθει στον πόλεμο. Εκμεταλλευθείσα την χαώδη κατάσταση στην Αλβανία ζητά να επέμβει για την παγίωση της τάξεως. Οι δυνάμεις τριπλής συνεννόησης για να την προσεταιριστούν, επέτρεψαν σε αυτήν να καταλάβει την νήσο ΣΑΣΩΝ και την περιοχή ΑΥΛΩΝΑ, με τον όρο όμως ότι θα εδέχετο την κατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τα ελληνικά στρατεύματα.

Πράγματι τον Οκτώβριο 1914, οι δυνάμεις της τριπλής συνεννοήσεως έδωσαν εντολή στην Ελλάδα, να καταλάβει την Βόρειο Ήπειρο. Η εντολή αυτή κατά τις δηλώσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, αποτελεί την πιο επίσημη διεθνή αναγνώριση της Ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου. Το Νοέμβριο 1914 οι παραπάνω αναφερόμενες δυνάμεις πρότειναν στην Ελλάδα την έξοδό της στον πόλεμο παρά το πλευρό τους σε αντάλλαγμα της αναγνώρισης οριστικής κατοχής. Αργότερα τον Απρίλιο 1915 υπογράφτηκε στο Λονδίνο, μεταξύ Ιταλίας και των δυνάμεων τριπλής συνεννοήσεως, μυστική συμφωνία με την οποία παραχωρείτο στην Ιταλία η Αυλώνα και μέρος της ενδοχώρας , υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα εξήρχετο στον πόλεμο εναντίον των συμμάχων της και θα αποδεχόταν την οριστική κατοχή της Βορείου Ηπείρου από την Ελλάδα. Με την αποδοχή των όρων η Βόρειος Ήπειρος το 1916 απέστειλε βουλευτές στην Ελληνική Βουλή, ως ελληνική περιοχή. Η Ιταλία με εχθρικές προς την Ελλάδα διαθέσεις και με την πρόφαση της εξασφάλισης των στρατευμάτων της από το φιλογερμανικό στην Ελλάδα καθεστώς, λόγω των αντιλήψεων του βασιλιά Κωνσταντίνου, προώθησε τα στρατεύματα της από την Αυλώνα προς την λοιπή Βόρειο Ήπειρο, ενώ ο στρατηγός Σαράϊγ με το συνταγματάρχη των γαλλικών στρατευμάτων Δεκουάν κατέλαβε την περιοχή Κορυτσάς. Έκτοτε και μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η Βόρειος Ήπειρος τελούσε υπό την κατοχή των Ιταλογαλλικών στρατευμάτων.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η Ελλάς προέβαλε δίκαιες αξιώσεις επί της Βορείου Ηπείρου, στην διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, στις οποίες αντέδρασε η Ιταλία. Τότε ακριβώς με επιδέξιο πολιτικό ελιγμό, ο Βενιζέλος πέτυχε την υπογραφή διμερούς συμφωνίας Ελλάδος - Ιταλίας, που υπογράφτηκε στο Παρίσι από τον ίδιο και τον υπουργό εξωτερικών της Ιταλίας ΤΙΤΟΝΙ. Αυτή ονομάστηκε «Συμφωνία ΤΙΤΟΝΙ - ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ» (29-7-1919) και σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο της η Ιταλία αναλαμβάνει να υποστηρίξει στη διάσκεψη της ειρήνης, την Ελληνική αίτηση, που αφορούσε την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Έτσι περιήρχετο στην Ελλάδα η περιοχή Χιμάρα, το Δέλβινο, το Λεσκοβίκι, η Ερσέκα, η Μοσχόπολη και η Κορυτσά. Τη συμφωνία ΤΙΤΤΟΝΙ - ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ αποδέχθηκε το συμβούλιο της συνδιασκέψεως ειρήνης στο Παρίσι, υπό την προεδρία του ΚΛΕΜΑΝΣΟ την 14-1-1920 και την απόφαση αποδέχθηκε ο πρόεδρος ΟΥΙΛΣΟΝ των Η.Π.Α την 20-2-1920. Ομοίως η Αμερικανική Γερουσία τη 17-5-1920 απεφάσισε ομόφωνα όπως η Βόρειος Ήπειρος και τα Δωδεκάνησα αποδοθούν από την συνδιάσκεψη στην Ελλάδα και αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος του Ελληνικού Βασιλείου. Οι Ιταλοί όμως και οι Γάλλοι παρέδωσαν τα κατεχόμενα από αυτούς εδάφη στους Αλβανούς, πριν δημοσιευθούν οι αποφάσεις του διασυμμαχικού Ανωτάτου Συμβουλίου.

Το Μάιο 1920 υπογράφηκε συμφωνία Ελλάδας-Αλβανίας με την οποία, εν αναμονή των αποφάσεων της συνδιασκέψεως, η Αλβανία ανελάμβανε την υποχρέωση να σεβαστεί το εκκλησιαστικό και σχολικό καθεστώς της Βορείου Ηπείρου και να μην προβεί σε διώξεις του πληθυσμού. Το Αδριατικό πρόβλημα έληξε, με την συνθήκη του ΡΟΠΑΛΟΥ, πλην όμως η Ελλάδα όλως αδικαιολογήτως δεν κατέλαβε την Βόρειο Ήπειρο. Στο μεταξύ η νέα Ιταλική Κυβέρνηση δεν αποδέχθηκε την συμφωνία ΤΙΤΟΝΙ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, η δε ήττα του Βενιζέλου κατά τις εκλογές της 1-11-1920 περιέπλεξε τα πράγματα.

Το συμβούλιο της  ΚΤΕ επιλαμβάνεται του θέματος χάραξης των Ελληνοαλβανικών συνόρων στη συνεδρίαση της 25-6-1921. Κατά την συζήτηση γίνεται δεκτή πρόταση του Έλληνα αντιπρόσωπου, κατά την οποία το Συμβούλιο κρίνεται αναρμόδιο όπως επιληφθεί του θέματος αυτού, ανήκοντος εξ ολοκλήρου στην αρμοδιότητα της διασκέψεως ειρήνης. Το συμβούλιο, εκδίδει απόφαση με την οποία αναγνωρίζει το βάσιμο των υποστηριχθέντων από τον Έλληνα αντιπρόσωπο και εκφράζει την ευχή, όπως η διάσκεψη των Πρεσβευτών αποφασίσει για την προκείμενη περίπτωση. Πράγματι η πρεσβευτική διάσκεψη, στο συνέδριο της 9-11-1921 επιλαμβάνεται της εξετάσεως των Ελληνοαλβανικών συνόρων και υιοθετεί την οροθετική γραμμή του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Για άλλη μία φορά η σκοπιμότητα των μεγάλων εξαφάνισε το δίκαιο ενός μικρού λαού.

Όταν η Αλβανία έγινε δεκτή στην ΚΤΕ υποσχέθηκε ότι θα σεβαστεί τα κοινοτικά, σχολικά και εκκλησιαστικά δικαιώματα των Ελλήνων της Β. Ηπείρου. Παρά ταύτα οι Αλβανοί υποκινούμενοι από τους Ιταλούς, έθεσαν υπό διωγμό τους Έλληνες, που διαμαρτύρονταν απεγνωσμένα προς την ΚΤΕ. Ο Αχμέτ Ζώγκου όταν έγινε Βασιλεύς της Αλβανίας συνήψε το 1926 σύμφωνο Ιταλοαλβανικής φιλίας και το επόμενο έτος σύμφωνο συμμαχίας. Οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου, εντάθηκαν από την πραξικοπηματική κήρυξη της Αλβανικής Ορθόδοξης εκκλησίας σε αυτοκέφαλη. Το Αλβανικό κράτος ολοκλήρωνε τα εναντίον της εκκλησίας μέτρα, με διώξεις ιεραρχών και ιερέων και ευρείας εκτάσεως εξοντωτικά μέτρα του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Μετά την εκκλησία, τέθηκε υπό διωγμό και η παιδεία. Οι ομιλούντες την Ελληνική, καταδιώκονταν ως ελληνίζοντες και προδότες. Όλοι οι Έλληνες δάσκαλοι εκδιώχθηκαν στην Ελλάδα και η ελληνική παιδεία εξαφανίστηκε. Το εμπόριο βαθμηδόν συνδέθηκε με την Ιταλία, που ίδρυσε και τράπεζες στην Αλβανία. Τέλος το 1939 η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία και στρατιωτικά εγκαθιστώντας αμέσως Ιταλόδουλη κυβέρνηση. Ο Αχμέτ Ζώγκου κατέφυγε στην Ελλάδα, που μεγαλόθυμα του παρέσχε άσυλο.

Η Ελλάδα, πιστή στο ένδοξο παρελθόν της, απέρριψε την 28η Οκτωβρίου 1940 το Ιταλικό τελεσίγραφο και αντιτάχθηκε έναντι των υπεραρίθμων και πλήρως οργανωμένων εισβολέων, υπερασπίζουσα το πάτριο έδαφος. Από της 10ης δε Νοεμβρίου άρχισαν οι Ελληνικές νίκες να διαδέχονται η μία την άλλη. Οι Βορειοηπειρώτες άνδρες και γυναίκες έλαβαν ενεργό μέρος στις μάχες του Ελληνικού Στρατού, εναντίον των Ιταλοαλβανών. Τα Ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται ελευθερωτές στην Κορυτσά, στην Πρεμετή, στην Ερσέκα, στο Λεσκοβίκι, στο Αργυρόκαστρο. Η Χιμάρα και το Δέλβινο ανέπνεαν το ζωογόνο αέρα της ελευθερίας για τρίτη φορά μέσα σε τριάντα χρόνια. Η χαρά όμως δε διήρκεσε πολύ γιατί η γερμανική επίθεση έκαμψε την αντίσταση των Ελλήνων. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο συντέλεσε στην ήττα του Άξονα και τη νίκη των συμμάχων, που από την επομένη της λήξης με το συνέδριο της ειρήνης στο Παρίσι και του σχηματισμού του ΟΗΕ, επιδόθηκαν στην οργάνωση της ειρήνης του κόσμου. Τότε ανέκυψε και πάλι το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Μέχρι το τέλος του πολέμου με την υποστήριξη των Ρώσων και Γιουγκοσλάβων, την αρχή στην Αλβανία κατέλαβε το κομμουνιστικό κόμμα.

Εθνολογικοί, ιστορικοί, γεωπολιτικοί και γεωστρατηγικοί, καθώς  και οι κατά καιρούς αποφάσεις  των Μεγάλων Δυνάμεων συνιστούν  το δίκαιο των ελληνικών θέσεων, όπως παρακάτω.

Όλες οι μαρτυρίες  των αρχαίων συγγραφέων συμπίπτουν στο ότι η Βόρειος ΄Ήπειρος είναι Ελληνική. Ο Στράβων θέτει ως νότιο όριο των Ιλλυριών τον ποταμό ΓΕΝΟΥΣΟ (Σκούμπι). Ο Πολύβιος, ο Αριστοτέλης και κατόπιν ο Διονύσιος ο περιηγητής, θέτουν ως αρχή της Ελλάδος από βορρά, το ΩΡΙΚΟΝ (πλησίον της Αυλώνας). Ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μαρτυρεί ότι οι Ηπειρώτες Έλληνες κατοικούν ολόκληρη την περιοχή μέχρι του σημερινού ΔΥΡΡΑΧΙΟΥ (6ος μΧ αιώνας).

Ο πληθυσμός της Βορείου  Ηπείρου εκδήλωσε κατ’ επανάληψη τα ελληνικά του αισθήματα που αποτελούν το σπουδαιότερο κριτήριο της εθνικότητας του. Στους ελληνικούς αγώνες κατά των Περσών συμμετείχε και ο πληθυσμός της ενιαίας και αδιαίρετης τότε Ηπείρου. Στην ένδοξη εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οποίου η μητέρα ήταν Ηπειρώτισσα, η Ήπειρος δεν παρέλειψε να παράσχει τη συμβολή της. Όταν υπέκυψε το Βυζάντιο, ο Ελληνισμός διασώθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και στην συνέχεια της Τουρκοκρατίας η Ήπειρος ήταν το πνευματικό κέντρο όλης της Ελλάδος και η πανελλήνια εστία όπου εκδηλώνονταν ο εθνικός παλμός του υπόδουλου ελληνικού έθνους, οι δε πολεμιστές της κατά τον απελευθερωτικό αγώνα ανέρχονται σε εκατοντάδες.

Η εξέγερση των Βορειοηπειρωτών  κατά του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, αποτελεί μία μορφή δημοψηφίσματος του πληθυσμού υπέρ της Ελλάδος. Οι Βορειοηπειρώτες Εθνικοί ευεργέτες , όπως οι αδελφοί Ζάππα , ο Απόστολος Αρσάκης, ο Γεώργιος και Σίμων Σίνας, ο Χριστάκης Ζωγράφος και άλλοι πολλοί, είναι ασφαλώς εκλεκτά τέκνα της Ελλάδος. Κατά τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν εκατοντάδες Ηπειρώτες με την κατηγορία του Έλληνα, ή του μανιώδους Φιλέλληνα. Κατά την περίοδο του ερυθρού παράδεισου στην Αλβανία ο Εμβέρ Χότζα διώκει αδιάκοπα τους Βορειοηπειρώτες, διωγμοί που συνεχίζονται και σήμερα με δημοκρατικό υποτίθεται καθεστώς.
Κατ’ επανάληψη αναγνωρίστηκε  η ελληνικότητα της Β. Ηπείρου  με το πρωτόκολλο της Κερκύρας (Μάιος 1914), την πρόσκληση των Μεγάλων  Δυνάμεων στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1914, να καταλάβει την Βόρειο Ήπειρο, τη μυστική συμφωνία του Λονδίνου ( Μάρτιος 1915), τη συμφωνία ΤΙΤΟΝΙ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, την απόφαση του ανωτάτου διασυμμαχικού συμβουλίου (Ιανουάριος 1920), τις δύο αποφάσεις της Αμερικανικής Γερουσίας τον Μάιο του 1920 και τον Ιούλιο του 1946 . «Η Βόρειος Ήπειρος και τα Δωδεκάνησα πρέπει να αποδοθούν στην Ελλάδα».

Η Βόρειος Ήπειρος αποτελεί ενιαίο σύνολο με την υπόλοιπη Ήπειρο, η  δε οροθετική γραμμή που χαράχθηκε  διασπά τη γεωγραφική και οικονομική ενότητα της ενιαίας και αδιαίρετης Ηπείρου και καθιστά εύθραυστη την Εθνική μας ασφάλεια, αφήνοντας σχεδόν ακάλυπτα τα Ιωάννινα. Τούτο διαπιστώθηκε κατά τον πόλεμο του 1940-41 και των μαχών του ΓΡΑΜΜΟΥ, το 1949. Η στρατηγική θεώρηση της τοποθεσίας επιβάλλει την προώθηση της γραμμής κατά 60 χιλιόμετρα περίπου ΒΔ περιορίζοντας κατά 150 χιλ. περίπου το άνοιγμα της μεθορίου και επιτυγχάνοντας οικονομία δυνάμεων. Η υφισταμένη μεθόριος, παρέχει ευρείες διεισδύσεις στο πλευρό του κορμού της Ελλάδος και πλευροκόπησης της Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας.

Με την προσθήκη της Βορείου  Ηπείρου ο πληθυσμός της Ελλάδος αυξάνεται τουλάχιστον κατά 200.000, ενισχύεται η στρατιωτική μας  δύναμη και παρέχεται ανάσα στο  οξύ δημογραφικό πρόβλημα. Λαμβανομένης υπόψη της τετραπλάσιας αύξησης  σε ποσοστά, του αλβανικού πληθυσμού σε σύγκριση με τον Ελληνικό, το 2050 η Αλβανία και η Ελλάδα θα έχουν τον ίδιο πληθυσμό. Και όταν εκδηλωθούν βίαια οι αλβανικές διεκδικήσεις, δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η στάση της Τουρκίας των 100 εκατομμυρίων, της Βουλγαρίας και των Σκοπίων.


Παρά το γεγονός ότι η ιστορική περιήγηση εξάπτει το πνεύμα, θεωρώ  ότι η πολιτιστική μετριοπάθεια και ο σεβασμός στην ειρήνη δεν  επιτρέπουν αλλόφρονες σκέψεις. Οφείλουμε  όμως να προβάλουμε τα άλυτα και  δίκαια θέματά μας, που ίσως κάποτε συγκινήσουν το συμβούλιο των τεσσάρων ενώπιον του οποίου εκκρεμεί το βορειοηπειρωτικό ζήτημα για να προβεί στην απονομή δικαιοσύνης. Η συντηρούμενη αντιπαράθεση καλλιεργεί αντιπαλότητα των λαών, που ξεκινά από ανόητες διεκδικήσεις αλβανικών χειραγωγούμενων στοιχείων, συνεχίζει με διώξεις της ελληνικής μειονότητας και καταλήγει επί των ημερών μας στη μετατροπή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα εθνικών ομάδων σε θέατρο πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου