Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Η έλλειψη καθαρής εθνικής εξωτερικής πολιτικής γεννά κινδύνους για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό - Μέρος 1ο

Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα για την Ελλάδα, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι κατ’ αρχήν θέμα εδαφικό. Είναι ένα θέμα αποκατάστασης της αδικίας που έγινε με την παραχώρηση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου στο νεοσύστατο τότε κράτος της Αλβανίας. Καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις που αποφάσισαν αυτή την αδικία δεν υπολόγισαν τον από αρχαιοτάτων χρόνων ελληνικό χαρακτήρα ούτε την επιθυμία των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Το ζήτημα αυτό όμως δεν μπορεί να μην συζητηθεί σοβαρά και πιο αναλυτικά, υπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους αυτού.

Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης  των Παρισίων το 1946 αποδέχθηκε και κατοχύρωσε αυτές τις παραμέτρους (τις διεκδικήσεις της Ελλάδας για τη Βόρειο Ήπειρο αλλά και την αντίδραση των ίδιων των Βορειοηπειρωτών σε αυτή την αδικία της διχοτόμησης της Ηπείρου) λαμβάνοντας την απόφαση της παραπομπής του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, προς λύση, στο Συμβούλιο των τεσσάρων υπουργών Εξωτερικών των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).

Κατά βάθος, στην απόφαση αυτή, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων, αναγνώρισε το δίκαιο αίτημα της Ελλάδος για τη Βόρειο Ήπειρο. Σε αντίθετη περίπτωση θα το απέρριπτε αμέσως ως αβάσιμο. Οι τέσσερις υπουργοί Εξωτερικών, στην πραγματικότητα, θα αποφάσιζαν για το μέλλον της Βορείου Ηπείρου και προπάντων για την έκταση που θα παραχωρούταν στην Αλβανία και όχι αν θα παρεχωρείτο ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος. Ουσιαστικά θα αποφάσιζαν και για τα χερσαία ελληνοαλβανικά σύνορα.


Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης κινήθηκαν οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα αλλά και η ελληνική Βουλή και αυτό αποδεικνύεται με τις ομόφωνες αποφάσεις που έλαβαν και τα ψηφίσματα που εξέδωσαν ως προς τις διεκδικήσεις πάνω στο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα.

Όμως, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ελληνική πολιτική ηγεσία, άρχισε να αδρανοποιείται στο θέμα του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος, το οποίο έχανε την επικαιρότητά του, εμπλεκόμενο στις καλένδες τις ανύπαρκτης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Τότε άρχισε και η αλλαγή πολιτικής στάσης ως προς αυτό το εθνικό αυτό ζήτημα.

Η ελληνική πολιτική ηγεσία όχι μόνον αδρανοποιείται, αλλά άρχισαν μάλιστα και οι υποχωρήσεις που διατυπώθηκαν ακόμα και από τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο Σ. Βενιζέλος, αντί την διεκδίκηση της επιστροφής της Βορείου Ηπείρου  στην Ελλάδα, πρότεινε την εφαρμογή ενός καθεστώτος Αυτονομίας των Βορειοηπειρωτών εντός των συνόρων του αλβανικού κράτους. Την άποψη αυτή, του Σ. Βενιζέλου, την ενίσχυσε και ο Παναγιώτης Πιπινέλης ο οποίος, το ίδιο διάστημα, πρότεινε την ενεργοποίηση του πρωτοκόλλου της Κερκύρας.

Η πλήρη απουσία συστηματικής και ενιαίας εξωτερικής πολιτικής, με τακτική και στρατηγική, είχε σαν αποτέλεσμα τις υποχωρήσεις ως προς το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις εγκαταλείψανε πια τις εδαφικές διεκδικήσεις και περιορίστηκαν στην διεκδίκηση ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων τα οποία ούτως η άλλως διέπονται από διεθνείς νόμους τους οποίους οφείλουν να σέβονται όλα τα κράτη.


Το κενό αυτό, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, εκμεταλλεύθηκε η Αλβανία η οποία άρχισε να προβάλλει ανύπαρκτα αιτήματα για να εξισορροπήσει τις  ελληνικές θέσεις. Θέσεις που η ελληνική πλευρά απέφευγε πια να θέτει στους διεθνείς οργανισμούς και ας είχε ισχυρά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα όπως το Πρωτόκολλο της Κερκύρας και την απόφαση της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου