Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Η έλλειψη καθαρής εθνικής εξωτερικής πολιτικής γεννά κινδύνους για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό - μέρος 2o

Στα νεότερα χρόνια οι φωνές αγωνίας από Βορειοηπειρώτες είτε ανεξάρτητες είτε μέσα από κάποια Βορειοηπειρωτικά σωματεία, που ζητούσαν μια ενιαία ελληνική εξωτερική πολιτική με γνώμονα τα συμφέροντα της Ελλάδας και των Βορειοηπειρωτών, αντιμετωπίζονται αρνητικά και ως αντιδράσεις εθνικιστών. Σπιλώνοντας αυτές τις φωνές, ως φωνές «πολεμοχαρείς», ως φωνές «που στόχο έχουν την διατάραξη της φιλίας με την γείτονα χώρα», με την οποία θεωρείται (βλακωδώς) πως πια έχουν αποκαταστήσει τις σχέσεις οργής και μίσους που υπήρχαν παλιά και βρίσκονται σε ένα διαρκή «μήνα του μέλιτος».

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κύρωσε και παρέδωσε στην Αλβανία, άνευ όρων, σημαντικά διαπραγματευτικά χαρτιά που είχε στο χέρι της. Η αρχή έγινε με το Σύμφωνο Φιλίας Συνεργασίας και καλής Γειτονίας που υπογράφηκε το 1996. Ήρθε μετά η επικύρωση από την ελληνική Βουλή της Συμφωνίας Σύνδεσης-Σταθερότητας της Αλβανίας με την Ε.Ε., στη συνέχεια τη Συμφωνία Σύνδεσης της Αλβανίας με το ΝΑΤΟ και τη Συμφωνία για την Οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών και Υφαλοκρηπίδας η όποια ακυρώθηκε από το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στο οποίο είχε προσφύγει το Σοσιαλιστικό κόμμα του νυν πρωθυπουργού της Αλβανίας Ράμα.
Σε όλες αυτές τις συμφωνίες δεν υπήρξε ούτε ένα σημείο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δικαίωση του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού ή τουλάχιστον να τον ωφελήσουν ως προς την μόνιμη απαίτηση του, την εθνική δικαίωση.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Η έλλειψη καθαρής εθνικής εξωτερικής πολιτικής γεννά κινδύνους για τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό - Μέρος 1ο

Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα για την Ελλάδα, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι κατ’ αρχήν θέμα εδαφικό. Είναι ένα θέμα αποκατάστασης της αδικίας που έγινε με την παραχώρηση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου στο νεοσύστατο τότε κράτος της Αλβανίας. Καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις που αποφάσισαν αυτή την αδικία δεν υπολόγισαν τον από αρχαιοτάτων χρόνων ελληνικό χαρακτήρα ούτε την επιθυμία των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Το ζήτημα αυτό όμως δεν μπορεί να μην συζητηθεί σοβαρά και πιο αναλυτικά, υπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους αυτού.

Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης  των Παρισίων το 1946 αποδέχθηκε και κατοχύρωσε αυτές τις παραμέτρους (τις διεκδικήσεις της Ελλάδας για τη Βόρειο Ήπειρο αλλά και την αντίδραση των ίδιων των Βορειοηπειρωτών σε αυτή την αδικία της διχοτόμησης της Ηπείρου) λαμβάνοντας την απόφαση της παραπομπής του Βορειοηπειρωτικού Ζητήματος, προς λύση, στο Συμβούλιο των τεσσάρων υπουργών Εξωτερικών των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).

Κατά βάθος, στην απόφαση αυτή, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων, αναγνώρισε το δίκαιο αίτημα της Ελλάδος για τη Βόρειο Ήπειρο. Σε αντίθετη περίπτωση θα το απέρριπτε αμέσως ως αβάσιμο. Οι τέσσερις υπουργοί Εξωτερικών, στην πραγματικότητα, θα αποφάσιζαν για το μέλλον της Βορείου Ηπείρου και προπάντων για την έκταση που θα παραχωρούταν στην Αλβανία και όχι αν θα παρεχωρείτο ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος. Ουσιαστικά θα αποφάσιζαν και για τα χερσαία ελληνοαλβανικά σύνορα.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Ελλάδα - Αλβανία: Τι μας χωρίζει

Θα προσπαθήσουμε μέσω του άρθρου αυτού να υπενθυμίσουμε στους Έλληνες πολιτικούς πως, εκτός από την ΑΟΖ και τα στρατιωτικά νεκροταφεία, υπάρχουν και πολλές άλλες σοβαρές εκκρεμότητες αναφορικά με τη νομοθετική κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων του Ελληνισμού  στην Αλβανία (νόμος για την παιδεία, νόμος για τη θρησκεία,  μειονοτικές ζώνες, περιουσιακό κ.α.), αλλά και με την πολιτική πρακτική των κυβερνήσεων της Αλβανίας σχετικά με την ισονομία και ισοπολιτεία των πολιτών της που δεν επιτρέπουν την υπογραφή εκ μέρους της Ελλάδας του  Συμφώνου για να δώσουν στην Αλβανία το στάτους υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην ΕΕ.

Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση δύο κυρίως παραγόντων, συνδεδεμένων άρρηκτα μεταξύ τους: τη γένεση και την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος  και την ύπαρξη ενός συμπαγούς τμήματος του ελληνικού πληθυσμού εντός της αλβανικής επικράτειας.

Η παρουσία της ελληνικής  μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Ήδη από την πρώτη στιγμή που η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα, ως εθνική και γλωσσική, και τέθηκε υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών, στις 2 Οκτωβρίου 1921, το αλβανικό κράτος έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για σεβασμό των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών της δικαιωμάτων. Η τακτική αυτή διατηρήθηκε αναλλοίωτη σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει ακόμη σκληρότερη και να προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Η προσφυγή των Βορειοηπειρωτών το 1934 στη Χάγη για το Σχολικό Ζήτημα

Η αλβανική κυβέρνηση τον Απρίλιο 1933, δια του άρθρου 206 του αλβανικού Συντάγματος, απαγόρευσε τελείως την λειτουργία  όλων των ιδιωτικών σχολείων. Στα ιδιωτικά σχολεία η αλβανική κυβέρνηση συμπεριέλαβε και τα σχολεία της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Με αυτή την απόφαση η Αλβανία επιδίωκε να απαλλαγεί οριστικά ως κράτος από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στις περιοχές της Βορείου Ηπείρου.

Ως αντίδραση σε αυτή την πρόκληση του αλβανικού κράτους οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες, το Δεκέμβριο του 1933 ιδρύουν στο Αργυρόκαστρο τη «Νέα Φιλική Εταιρεία». Σκοπός της «Νέας Φιλικής Εταιρείας», ήταν να ενθαρρύνει την Εθνική Ελληνική Μειονότητα και να την προετοιμάσει για τους μελλοντικούς αγώνες κατά των Τιράνων και την εκ νέου αναγνώριση των διεθνώς αναγνωρισμένων σχολικών προνομίων της μειονότητας. Η οργάνωση αυτή λειτουργούσε τότε στα πρότυπα της «Φιλικής Εταιρείας». Με σύνεση, απόλυτη πειθαρχία και με άκρως μυστικότητα κατάφερε με τις τοπικές εκλογές να ελέγξει την τοπική εξουσία στην περιοχή της Ελληνικής Μειονότητας. Σε κάθε χωριό υπήρχε και ο τομεάρχης που είχε αναλάβει την οργάνωση των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών. Ιδρυτής και ηγέτης της «Νέας Φιλικής Εταιρείας» ήταν ο Βασίλειος Σαχίνης. 

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1933, οι τομεάρχες της «Νέας Φιλικής Εταιρείας» συγκεντρώνονται κάτω από πλήρη μυστικότητα στη Δερβιτσιάνη, όπου αποφάσισαν πως έως ότου η Κοινωνία των Εθνών επιληφθεί του σχολικού ζητήματος, ο αγώνας θα έπρεπε να συνεχιστεί. Έτσι αποφάσισαν την κήρυξη σχολικής απεργίας. Οι Έλληνες μαθητές στη Βόρειο Ήπειρο, μετά την απόφαση της «Νέας Φιλικής Εταιρείας», αρνούνται να προσέλθουν στα αλβανικά σχολεία και το καθεστώς των Τιράνων απαντά στην απεργία με διώξεις κατά των οργανωτών, με τρομοκρατία, συλλήψεις και εκτοπισμούς δασκάλων και με βασανιστήρια.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

“Η Ελλάς υποχρεούται με την βία να εγκαταλείψει τα απελευθερωθέντα Ελληνικά εδάφη και να τα εκκενώσει αρχίζουσα από την Κορυτσά, την πρωία της 16ης Φεβρουαρίου…”

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων  ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε τις επιχειρήσεις του για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Η ενέργεια αυτή αντιμετώπισε τις έντονες αντιδράσεις της Ιταλίας και Αυστρίας, που διεκδικούσαν την κυριαρχία στην περιοχή. Υπό την πίεση κυρίως της Ιταλίας η Ελλάδα αναγκάστηκε να αναστείλει την προέλαση του Στρατού της. Η παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων οδήγησε στην πρεσβευτική διάσκεψη του Λονδίνου και κατέληξε στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που καθόριζε τα σημερινά σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας και υποχρέωσε την Ελλάδα στην αποδοχή τους. «Η Ελλάς υποχρεούται με την βία να εγκαταλείψει τα απελευθερωθέντα Ελληνικά εδάφη και να τα εκκενώσει αρχίζουσα από την Κορυτσά, την πρωία της 16ης Φεβρουαρίου». Τότε η ψυχή της Ελληνικής Βορείου Ηπείρου εξεγέρθηκε, τη 17η Φεβρουαρίου 1914, καλώντας τα παιδιά της για να προστατεύσουν την πολύτιμη ελευθερία, απορρίπτοντας την αξίωση των ισχυρών να υπαχθεί στο δημιούργημα της διπλωματικής συναλλαγής και πολιτικής σκοπιμότητας, το νέο Αλβανικό κράτος.

Τον αγώνα κατευθύνει το Ηπειρωτικό κομιτάτο Αθηνών, με επικεφαλής τους αείμνηστους ηγέτες Γεώργιο Δούμα, Σπυρίδωνα Χασιώτη, Γεώργιο Γάγαρη και άλλους. Ο αρχηγός του αγώνα Γεώργιος Χριστάκης Ζωγράφος, γόνος της μεγάλης οικογενείας των εθνικών ευεργετών, με φλογερή πίστη στο δίκαιο του επικείμενου αγώνα, ξεκινά από την Αθήνα τη 13η Φεβρουαρίου και φθάνει στο Αργυρόκαστρο. Μαζί του ακολουθεί ότι εκλεκτό έχει να παρουσιάσει η ΄Ήπειρος, καθώς και ο Αλέξανδρος Καραπάνος και οι ηρωικοί Μητροπολίτες της Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος και Σπυρίδων Βλάχος της Βελλάς και Κονίτσης, μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών. Τη 17η Φεβρουαρίου 1914 διαδραματίζονται στο Αργυρόκαστρο σκηνές αφάνταστου μεγαλείου και δόξης, που θυμίζουν της Αγία Λαύρα. Μέσα σε βαθιά κατάνυξη ευλογείται από τους Μητροπολίτες το λάβαρο της ηπειρωτικής αυτονομίας, που είναι η Ελληνική Σημαία με τον δικέφαλο αετό στο μέσον, που υψώνεται στο Δέλβινο, Λεσκοβίκι, Πρεμετή και άλλες πόλεις. 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Είμαστε και εμείς ... ακόμη ζωντανοί


Η ανεπάρκεια και η έλλειψη ορθής εθνικής εξωτερικής πολιτικής από τις ελληνικές Κυβερνήσεις, συνηγορούν στην σιωπηρή αποψίλωση του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες, ώστε να κλείσει το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα «οικειοθελώς».

Το 2013 άφησε τη θέση του στο 2014. Έφυγε ο παλιός χρόνος, αφήνοντας πίσω του περισσότερα προβλήματα από όσα κληρονόμησε. Διαθήκη για τον επόμενο χρόνο.

Δυστυχώς όλοι εμείς, οι Βορειοηπειρώτες, που ατενίζαμε στις αρχές του χρόνου, με αισιοδοξία το μέλλον της πατρίδας μας διαψευστήκαμε. Με άσκημο τρόπο. Τα προβλήματα πολλά εδώ στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας, όπου ζούμε τα τελευταία χρόνια αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας.
Περισσότερα και μεγαλύτερα τα προβλήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, στη  Βόρειο Ήπειρο. Οι λιγοστοί υπερήλικες, ζητιάνοι του χάρου πια, ξεχασμένοι από την ελληνική κυβέρνηση, αβοήθητοι, σέρνουν τα πόδια τους στους άδειους δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Βορείου Ηπείρου. Ζητιάνοι του χάρου. Χωρίς της σύνταξη του ΟΓΑ, το βοήθημα που τα τελευταία χρόνια τους έδινε μια αξιοπρεπή ζωή. Τους την έκοψαν οι φωστήρες της Αθήνας, για να «σώσουν» με τα χρήματα αυτά... την Ελλάδα της Αθήνας.

Οι νεότεροι, που διαμένουν μόνιμα στα πατρώα εδάφη, αλλά και εμείς που βρισκόμαστε ταχτικά στα χωριά μας και στις πόλεις μας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι όχι μόνον με το μίσος και την αυθαιρεσία των αλβανικών κυβερνήσεων απέναντί μας αλλά και με την πλήρη αδιαφορία και αδιαλλαξία του εθνικού μας κέντρου.
Οι εξαγγελίες από τους εκπροσώπους  του Εθνικού κέντρου για ανάπτυξη και ευημερία στη Βόρειο Ήπειρο έμειναν απλός εξαγγελίες δημοσίων σχέσεων, στιγμών καλοπέρασης, λόγια του αέρα, μακριά από την σκληρή πραγματικότητα.
Η μοίρα μας καθορισμένη από  παλιά, από τις κυβερνήσεις του  αειμνήστου Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι και τη σημερινή κυβέρνηση του Σαμαρά - Βενιζέλου.
Γέφυρα φιλίας μας βλέπουν όλοι τους. Μια γέφυρα που δυστυχώς, μπροστά  της, όλοι οι εκπρόσωποι του Εθνικού  Κέντρου κλείνουν τα μάτια πατούν και διαβαίνουν, πηγαίνοντας για  τα Τίρανα όπου δίπλα στους τυράννους νιώθουν ευτυχής δίνοντας συνεντεύξεις τύπου όπου υμνούν την ελληνοαλβανική «φιλία» και την αντοχή της γέφυρας που μόλις έχουν πατήσει και διαβεί.
Κλείνουν τα μάτια ή είναι  τυφλοί; Η ερώτηση δεν είναι  ρητορική. Η κόλαση είναι ακριβός κάτω από τη γέφυρα και όχι στον ουρανό τον οποίο ατενίζουν χαζεύοντας τους υπερήφανους αετούς. Αλλά αυτό δεν τους ενοχλεί.

Ούτε το τρίξιμο της γέφυρας.
Ούτε η μπόχα από τα πτώματα  των χιλιάδων νεκρών μας.
Ούτε τα οστά των προγόνων μας  που τα αγρία ποτάμια της Βορείου Ηπείρου, σε πείσμα των σύγχρονων ιερόσυλων, τα ξεθάβουν για να βάζουν τρικλοποδιές στους υψηλούς περπατητές της γέφυρας. Καρφί δεν τους καίγεται.
Ούτε για τους ήρωες προγόνους  μας, ούτε και για τους σημερινούς νεκρούς - ζωντανούς μας. Πτώματα, κόκαλα, ιδέες, πόθοι, ιστορία, όλα εξαρτήματα τα θέλουν μιας γέφυρας, μιας ανθρώπινης γέφυρας για την δική τους βόλτα.

Περνούν οι μέρες. Η ανθρώπινη γέφυρα εξυπηρέτησε και συνεχίζει να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο, κάνοντας και πάλι γαϊδουρίσια υπομονή, την «θαυμαστή» ελληνοαλβανική «φιλία».
Συμφωνίες, συζητήσεις, παραχωρήσεις και πάλι παραχωρήσεις στην Αλβανία. Τα έδωσε όλα η Ελλάδα.

Κι όμως θέλουν και άλλα. Τι έχει μείνει ακόμα;